ριμάρω — Ν 1. συνθέτω ρίμες 2. (για στίχο) ομοιοκαληκτώ με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rimare] … Dictionary of Greek
ριμάρω — ισα και α, φτιάχνω ομοιοκατάληκτους στίχους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)